- ταράσσειν
- ταράσσωstirpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
смута — смутить, итер. смущать (заимств. из цслав.). От мутить. Ср. ст. слав. съмѫтити ταράσσειν (Супр.). Отсюда образовано смутьян (Лесков и др.) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σπαταγγίζειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ταράσσειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < σπατάγγης. Η σημ. τού ρ. δικαιολογείται πιθ. από τα αγκάθια τού αχινού] … Dictionary of Greek
συμφύρδην — Α επίρρ. 1. ανάμικτα, ανάκατα («πάντα ταράσσειν συμφύρδην», Νίκ.) 2. συγκεχυμένα («βαρβαρικαῑς τε φωναῑς... συμφύρδην ὑμῶν πεποιήκατε τὴν διάλεκτον», Τατιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφύρω «ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] … Dictionary of Greek